εὐφιλοτίμητος

εὐφιλοτίμητος
εὐφῐλο-τίμητος [τῑ], ον,
A properly made an object of ambition,

δαπανήματα Arist.EN1122b22

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευφιλοτίμητος — εὐφιλοτίμητος, ον (Α) αυτός που γίνεται από φιλοτιμία («τῶν δαπανημάτων, ὅσα πρὸς τὸ κοινὸν εὐφιλοτίμητά ἐστιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλοτιμώ] …   Dictionary of Greek

  • εὐφιλοτίμητα — εὐφιλοτίμητος properly made an object of ambition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”